- ὑποψιαστικῶς
- ὑποψιαστικῶς,A suspiciously, Zen.6.2, Sch.Ar.V.641.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποψιαστικώς — Α επίρρ. με υποψίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποψία, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *ὑποψιαστικός (< αμάρτυρο αρχ. ρ. *ὑποψιάζομαι)] … Dictionary of Greek